- Περσίδα
- η, Νβλ. Πέρσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περσίδα — η, Ν κουρτίνα, παραπέτασμα που αποτελείται από κάθετες λουρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη σχηματίστηκε αναλογικά προς το γαλλ. persienne «περσίδα»] … Dictionary of Greek
Περσίδα — Περσίς Persis fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρσιδα — πέρσις sacking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρβό — Περσίδα που θανατώθηκε για τις χριστιανικές πεποιθήσεις της στα χρόνια του Σαβώριου του B’ (309 379). Ο αδελφός της ήταν επίσκοπος στη Σελεύκεια. Η Τ. θανατώθηκε μαζί με την αδελφή της το όνομα της οποίας δεν είναι γνωστό … Dictionary of Greek
Περσίδ' — Περσίδα , Περσίς Persis fem acc sg Περσίδι , Περσίς Persis fem dat sg Περσίδε , Περσίς Persis fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέρσης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη,… … Dictionary of Greek
Περσίς — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… … Dictionary of Greek
μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν … Dictionary of Greek
Άμαστρις — I Αρχαία πόλη στα παράλια της Παφλαγονίας. Την ίδρυσε γύρω στα 300 π.Χ. η Άμαστρις (βλ. λ.) με συνοικισμό των κατοίκων των γειτονικών πόλεων του Σησάμου, του Κυτώρου, της Κρώμνης και του Τιείου. Γρήγορα η Ά. έγινε κέντρο του εμπορίου της περιοχής … Dictionary of Greek